- ιπποκόμος
- ο (Α ἱπποκόμος)αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.)νεοελλ.στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσααρχ.1. ακόλουθος, υπηρέτης ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός», Ηρόδ.)2. φύλακας ή οδηγός καμήλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος, τραπεζο-κόμος].
Dictionary of Greek. 2013.